Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κονιορτοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονιορτοποιώ [koniortopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. για στερεό σώμα το οποίο μετατρέπεται σε λεπτότατους κόκκους. 2. (μτφ.) εκμηδενίζω κπ., κυρίως σε επίπεδο επιχειρημάτων.

[λόγ. κονιορτ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. pulvériser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες