Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κονεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονεύω [konévo] Ρ5.2α μππ. κονεμένος : (λαϊκότρ.) εγκαθίσταμαι κάπου για διανυκτέρευση ή απλώς για ξεκούραση: Kονέψαμε σ΄ ένα χάνι. Aς κονέψουμε εδώ, αφέντη, είπε ο δούλος.

[κον(άκι) που θεωρήθηκε υποκορ. -εύω]

[Λεξικό Κριαρά]
κονεύω.
  • Α´ Αμτβ.
    • 1) Διαμένω προσωρινά, καταλύω:
      • ήτονε κονεμένος εις τα αφεντικά παλάτια (Δωρ. Μον. XXIV).
    • 2) Στρατοπεδεύω:
      • (Σταυριν. 167).
  • Β´ (Μτβ.) εγκαθιστώ για να φιλοξενήσω:
    • εκεί κι εκόνεψάν μας, καλά μας δεξιώθηκαν εκεί κι εφίλευσάν μας (Αρσ., Κόπ. διατρ. [44]).

[<τουρκ. konmak. Τ. εύγω στο Βλάχ. Η λ. στο Du Cange (ειν) και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες