Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομψαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομψαίνω [kompséno] Ρ7.4α : γίνομαι κομψός ή κάνω κτ. να φαίνεται κομψό, δηλαδή λεπτό και καλοφτιαγμένο: Σε κομψαίνει πολύ αυτό το φόρεμα. || χάνω περιττό βάρος, αδυνατίζω: Πώς κόμψυνες έτσι;

[λόγ. κομψ(ός) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες