Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομποδένω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομποδένω [komboδéno] Ρ αόρ. κομπόδεσα, απαρέμφ. κομποδέσει, μππ. κομποδεμένος : (λαϊκότρ.) 1. δένω κτ. κόμπο. ΦΡ κομπόδεσε το άντερό μας από το γέλιο, γελάσαμε πάρα πολύ. 2. (οικ.) θεωρώ ως σίγουρο, ως δεδομένο κτ. που μου δόθηκε απλώς ως υπόσχεση· ΣYN ΦΡ δένω κτ. κόμπο.

[μσν. κομποδένω < κόμπ(ος) -ο- + δένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες