Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομπλιμεντάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομπλιμεντάρω [komplimentáro] & κοπλιμεντάρω [koplimentáro] Ρ6α : κάνω σε κπ. κομπλιμέντα.

[ιταλ. complimentar(e) -ω· κατά τον τ. κοπλιμέντο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες