Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομπλεξάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομπλεξάρω [kombleksáro & kompleksáro] -ομαι Ρ6 : (οικ.) κάνω κπ. να αισθανθεί μειονεκτικά, υπερτονίζοντας και προβάλλοντας προσόντα δικά μου ή άλλων, που αυτός δε διαθέτει.

[κόμπλεξ -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες