Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομπλάρω [kombláro] Ρ6α μππ. κομπλαρισμένος : (προφ.) μένω αμήχανος και διστακτικός μπροστά σε κπ. ή σε κτ., σαστίζω, τα χάνω: Όση πείρα και να ΄χεις, κομπλάρεις καμιά φορά. Aυτός δεν κομπλάρει με τίπο τα. || κάνω κπ. να τα χάσει, να μην είναι πια σίγουρος για τον εαυτό του: H παρουσία του με κομπλάρει.
[γαλλ. combl(er) `γεμίζω, βουλώνω΄ -άρω]