Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομπλάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομπλάρω [kombláro] Ρ6α μππ. κομπλαρισμένος : (προφ.) μένω αμήχανος και διστακτικός μπροστά σε κπ. ή σε κτ., σαστίζω, τα χάνω: Όση πείρα και να ΄χεις, κομπλάρεις καμιά φορά. Aυτός δεν κομπλάρει με τίπο τα. || κάνω κπ. να τα χάσει, να μην είναι πια σίγουρος για τον εαυτό του: H παρουσία του με κομπλάρει.

[γαλλ. combl(er) `γεμίζω, βουλώνω΄ -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες