Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομματίζομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομματίζομαι [komatízome] Ρ2.1β : καθορίζω τη δράση και τη συμπεριφορά μου από στενά κομματικά κριτήρια, ενώ η θέση μου επιβάλλει υπερκομματική και αμερόληπτη στάση: Οι δικαστές / οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν πρέπει να κομματίζονται.

[λόγ. κομματ- (κόμμα) 1 -ίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες