Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκκινίζω [kokinízo] Ρ2.1α μππ. κοκκινισμένος : για κτ. που παίρνει κόκκινο χρώμα: Kοκκίνισε ο κάμπος από τις παπαρούνες. Kοκκίνισε το ποτάμι από το αίμα. 1. για μέλος του σώματος: α. κυρίως για το πρόσωπο, γίνομαι κόκκινος: α1. από τη ζωηρότερη κυκλοφορία του αίματος, που οφείλεται συνήθ. σε κάποιο έντονο συναίσθημα: Kοκκίνισε ολόκληρος από το θυμό του. α2. από αιδημοσύνη και συστολή: Kοκκινίζει εύκολα. Kοκκίνισε μόλις τον είδε. Kοκκινίζει, όταν του απευθύνεις το λόγο. Mη με κάνεις να ~, όταν μου απευθύνουν φιλοφρονήσεις. Δεν κοκκινίζεις με αυτά που λες;, δεν ντρέπεσαι; (έκφρ.) ~ ως / μέχρι τ΄ αυτιά, κατακοκκινί ζω. β. Kοκκίνισαν τα μάγουλά του από τον καθαρό αέρα. Mου κοκκίνισε την πλάτη από το μασάζ. Kοκκίνισαν τα χέρια / η μύτη / τα αυτιά μου από το κρύο. Mάτια κοκκινισμένα από το κλάμα. 2α. για λαχανικά, φρού τα κτλ. που αποκτούν κόκκινο ή κοκκινωπό χρώμα, όταν ωριμάζουν: Kοκκίνισαν οι ντομάτες / τα κεράσια. β. για κρέας ή για λαχανικά, τσιγαρίζω, καβουρντίζω1β: Kοκκινίζετε το κρέας. Bάλε να κοκκινίσει λίγο το κρεμμύδι.
[ελνστ. κοκκινίζω (< κόκκινος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινίζω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Αμτβ.
- 1)
- α) Γίνομαι, είμαι κόκκινος:
- η γη όλ’ εκοκκίνισεν εκ το πολύ το αίμα (Διγ. O 2847)·
- Τα χείλη της ήσαν κόκκινα ωσάν το τριαντάφυλλον όταν ’χιρνά να κοκκινίζει (Διγ. Άνδρ. 37514)·
- (η μτχ. παρκ. εδώ με ενεργ. σημασ.):
- ρόδο κοκκινισμένο (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. β´ [36])·
- β) γίνομαι κόκκινος (από ντροπή ή συστολή):
- απ’ εντροπής το πρόσωπον κοκκίνησε το άσπρο (Θησ. Γ´ [185]).
- α) Γίνομαι, είμαι κόκκινος:
- 1)
- Β´ (Μτβ.) κάνω κ. κόκκινο, κοκκινίζω:
- την γην εκοκκινίσασιν από τα αίματά τους (Αχέλ. 2204).
- Α´ Αμτβ.
- II. (Μέσ.) βάφομαι με κοκκινάδι, φτιασιδώνομαι:
- νίβγουνται (ενν. οι γυναίκες), κοκκινίζουνται και μοσκολαντουρούνται (Πανώρ. Α´ 419).
[<επίθ. κόκκινος + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. σε σχόλ., στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.