Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοινοβιάζω.
-
- (Εκκλ.) γίνομαι μέλος κοινοβίου:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1048).
[<ουσ. κοινόβιον + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Somav.]
- (Εκκλ.) γίνομαι μέλος κοινοβίου: