Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοιλοπονώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιλοπονώ [kiloponó] & -άω Ρ10.5α : (οικ.) για γυναίκα επίτοκη, έχω ωδίνες τοκετού, συνήθ. όταν θέλουμε να δείξουμε ότι ο πόνος έχει μεγάλη διάρκεια: Εφτά ώρες κοιλοπονούσε, ώσπου να γεννήσει. || (μτφ.): Εσύ τώρα γιατί κοιλοπονάς;, γιατί έχεις αγωνία, γιατί αδημονείς, γιατί ενδιαφέρεσαι κτλ.

[μσν. *κοιλοπονώ (πρβ. μσν. κοιλιοπονώ με προσαρμ. προς το κοιλιά) < κοιλο- 2 + πονώ (σύγκρ. κοιλαράς, κοιλόπονος)]

[Λεξικό Κριαρά]
κοιλοπονώ,
βλ. κοιλιοπονώ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες