Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοιλαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιλαίνω [kiléno] -ομαι Ρ7.2 : κάνω κτ. κοίλο, το βαθουλώνω: Tο νερό κοιλαίνει την πέτρα.

[λόγ. < αρχ. κοιλαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες