Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κνίζω.
-
- 1) Ξύνω, χαράζω κ.:
- Kνίζεται ουν το συκάμινον (Φυσιολ. (Kaim.) 138a13).
- 2) Κεντώ, πληγώνω κάπ.:
- ο … Ιησούς Χριστός κνισθείς την πλευράν (Φυσιολ. 36714).
[αρχ. κνίζω]
- 1) Ξύνω, χαράζω κ.: