Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλωνοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλωνοποιώ [klonopió] -ούμαι Ρ10.9 : (βιολ.) εφαρμόζω τη μέθοδο της κλωνοποίησης για την αναπαραγωγή ενός οργανισμού (ή ενός κυττάρου): Kλωνοποιημένα πρόβατα. Yπάρχουν επιστήμονες που δε θα αρνούνταν να κλωνοποιήσουν ανθρώπινα όντα.

[λόγ. κλωνο(ποίηση) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες