Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλωθογυρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλωθογυρίζω [kloθojirízo] Ρ2.1α : (οικ.) για κτ. που στριφογυρνά επίμονα στο μυαλό μου, που με απασχολεί συνεχώς, συνήθ. γιατί δεν μπορώ ή δε θέλω να δώσω λύση ή διέξοδο: Kλωθογυρίζει κτ. στο μυαλό μου, με απασχολεί επίμονα. (έκφρ.) τα ~, μιλώ με υπεκφυγές, αποφεύγω να δώ σω σαφή απάντηση.

[μσν. κλωθογυρίζω < κλώθ(ω) -ο- + γυρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κλωθογυρίζω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Στριφογυρίζω, μεταστρέφω, αλλάζω:
        • το εκλωθογύρισεν (ενν. η τύχη) το πράγμα που το φέρνει (Χρον. Τόκκων 1080).
      • 2) Περικυκλώνω, περιτριγυρίζω:
        • (Μαχ. 5004
        • (μεταφ.):
          • μ’ εκλωθογυρίσασιν θλίψες πολλές και πόνοι (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 12).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) Μεταστρέφομαι, αλλάζω:
        • είδες του χρόνου το άστατον, το πώς κλωθογυρίζει (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 626).
      • 2) Τριγυρίζω, περιφέρομαι:
        • Ήλθε ως δράκος φοβερός κι εκεί κλωθογυρίζει (Αλεξ. 189).
      • 3) Ελίσσομαι, ενεργώ:
        • (Χρον. Τόκκων 3042).
  • II. (Μέσ.) στρέφομαι, περιστρέφομαι:
    • (Πουλολ. 521).

[<κλώθω + γυρίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες