Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλουβιάζω [kluvjázo] Ρ2.1α & κλουβιαίνω [kluvjéno] Ρ7.3α μππ. κλουβιασμένος : 1. για αυγό που έχει μπαγιατέψει πολύ και έχει αλλοιωθεί: Είχα τα αυγά τόσες μέρες και κλούβιασαν. 2. (μτφ., οικ.) για έλλειψη διανοητικής διαύγειας: Γέρασε και κλούβιανε το μυαλό του. Kλούβιασε το κεφάλι μου από το θόρυβο. Θα κλουβιάσει το μυαλό σου με τόση τηλεόραση.
[κλούβι(ος) -άζω, -αίνω]