Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλουβιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλουβιάζω [kluvjázo] Ρ2.1α & κλουβιαίνω [kluvjéno] Ρ7.3α μππ. κλουβιασμένος : 1. για αυγό που έχει μπαγιατέψει πολύ και έχει αλλοιωθεί: Είχα τα αυγά τόσες μέρες και κλούβιασαν. 2. (μτφ., οικ.) για έλλειψη διανοητικής διαύγειας: Γέρασε και κλούβιανε το μυαλό του. Kλούβιασε το κεφάλι μου από το θόρυβο. Θα κλουβιάσει το μυαλό σου με τόση τηλεόραση.

[κλούβι(ος) -άζω, -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες