Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλοτσοπατώ· γλοτσοπατώ.
-
- Πατώ και κλοτσώ, τσαλαπατώ:
- οι καβαλάροι κι οι πεζοί τους εγλοτσοπατούσα (Ερωτόκρ. Δ´ 1074).
[<κλοτσώ + πατώ. Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
- Πατώ και κλοτσώ, τσαλαπατώ: