Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κληρώνω [kliróno] -ομαι Ρ1 : 1. εκλέγω, επιλέγω ή διανέμω με κλήρο
1I: Kληρώθηκαν οι ένορκοι. Kληρώνονται εκατόν είκοσι εργατικές κατοικίες σε ισάριθμους δικαιούχους. Kληρώθηκε ο αριθμός μου. 2. βάζω σε κλήρο, κάνω κλήρωση: Στο χορό θα κληρώσουν ένα διαμέρισμα. || Tο λαχείο κληρώνεται / (προφ.) κληρώνει αύριο. [μσν. κληρώνω < αρχ. κληρ(ῶ) `καθορίζω με κλήρο΄ -ώνω]