Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλειδαμπαρώνω [kliδambaróno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. κλειδώνω πάρα πολύ καλά, διπλοκλειδώνω: ~ την πόρτα / το σπίτι / το ντουλάπι. || (για πρόσ., συνήθ. παθ.) ασφαλίζω την πόρτα του σπιτιού μου και μένω κλεισμένος μέσα: Tις νύχτες κλειδαμπαρώνεται, γιατί φοβάται τους κλέφτες. 2. (μτφ.) για κπ. που έχει απομονωθεί και αρνείται επίμονα να δεχτεί ανθρώπους: Kλειδαμπαρώθηκε και δε θέλει να δει κανέναν.
[κλειδ(ο)- 2 + αμπαρώνω]