Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλασικίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλασικίζω [klasikízo] Ρ2.1α : για καλλιτέχνη που μιμείται κλασικά πρότυπα.

[λόγ. κλασικ(ός) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες