Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλασάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλασάρω [klasáro] Ρ6α μππ. κλασαρισμένος : (προφ.) ταξινομώ (κυρίως για έγγραφα, βιβλία κτλ.).

[γαλλ. class(er) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες