Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιοτεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιοτεύω [kotévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) δειλιάζω.

[κιοτ(ής) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες