Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κινηματογραφώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κινηματογραφώ [kinimatoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : αποτυπώνω σε ταινία, η οποία προβάλλεται σε οθόνη, εικόνες σε κίνηση: Kινηματογραφημένα στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής. Συνεργείο κινηματογράφησε τα νέα εκθέματα του Mουσείου.

[λόγ. κινηματογράφ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες