Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηπεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κηπεύω.
  • Περιποιούμαι τον κήπο:
    • ως μισθαργός κηπεύει προς τον κήπον (Καλλίμ. 1687).

[αρχ. κηπεύω. Τ. εύγω στο Βλάχ. Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες