Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κεφαλοπονώ.
-
- 1) Έχω πονοκέφαλο:
- κονδοκρατούν τα δάκρυα μη κεφαλοπονέσουν (Εβρ. ελεγ. 164).
- 2) Nοιάζομαι υπερβολικά, ανησυχώ, «πονοκεφαλιάζω» για κ.:
- εύκαιρα ’παντεχαίνετε και κεφαλοπονείτε να έλθουν εις βοήθειαν σας (Διακρούσ. 10021).
[<ουσ. κεφαλόπονος. Η λ. στο Βλάχ.]
- 1) Έχω πονοκέφαλο: