Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεφάρω [kefáro] Ρ6α : (λαϊκ., συνήθ. για πρόσ.) μου αρέσει πολύ: Tην κεφάρεις, βλέπω, τη γκόμενα. Mου φαίνεται ότι σε κεφάρει εκείνη εκεί απέναντι.
[κέφ(ι) -άρω]