Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κερδοσκοπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κερδοσκοπώ [kerδoskopó] Ρ10.9α : επιδιώκω με κάθε μέσο να αποκτήσω κέρδος μεγαλύτερο από το θεμιτό ή το νόμιμο: Οι μεσάζοντες κερδοσκο πούν σε βάρος των αγροτών.

[λόγ. κερδοσκόπ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες