Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεραυνώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεραυνώνω [keravnóno] -ομαι Ρ1 : 1. (σπάν.) κεραυνοβολώ. 2. κατακεραυνώνω.

[λόγ.: 1: αρχ. κεραυν(ῶ) -ώνω· 2: σημδ. γαλλ. foudroyer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες