Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεραυνώνω [keravnóno] -ομαι Ρ1 : 1. (σπάν.) κεραυνοβολώ. 2. κατακεραυνώνω.
[λόγ.: 1: αρχ. κεραυν(ῶ) -ώνω· 2: σημδ. γαλλ. foudroyer]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ.: 1: αρχ. κεραυν(ῶ) -ώνω· 2: σημδ. γαλλ. foudroyer]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |