Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεντρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεντρώνω [kendróno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) εμβολιάζω φυτό με ενοφθαλ μισμό.

[μσν. κεντρώνω < αρχ. κεντρ(ῶ) `τσιμπώ με κεντρί΄ -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
κεντρώνω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) (Προκ. για έντομα) κεντρίζω:
        • (Αιτωλ., Μύθ. 516).
      • 2) (Προκ. για βάτο) τσιμπώ, αγκυλώνω:
        • (Αιτωλ., Μύθ. 89).
      • 3) (Προκ. για δέντρο) μπολιάζω:
        • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 36v).
    • Β´ (Αμτβ.) ξεφυτρώνω, «ξεπετιέμαι» προς τα πάνω:
      • Τρία κλωνάρια τρίλογα θέλουσι ξεφυτρώσει, … τρεις κορφές, τρεις ρίζες θε κεντρώσει (Χούμνου, Κοσμογ. 372).
  • II. Μέσ.
    • 1) Πλήττομαι, πληγώνομαι:
      • εκεντρώθη η ψυχή τους εις τα κάλλη της (ενν. της κόρης) (Διγ. Άνδρ. 37724).
    • 2) Ερεθίζομαι:
      • τόν αγαπώ είδα στυγνόν, της μάχης κεντρωμένον (Ερωτοπ. 398).

[αρχ. κεντρόω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες