Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεντράρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεντράρω [kendráro] -ομαι Ρ6 : τοποθετώ κτ. στο κέντρο ενός οπτικού πεδίου: ~ το φακό.

[κέντρ(ο) -άρω απόδ. γαλλ. centrer (δες κέντρο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες