Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κελαρύζω [kelarízo] Ρ2.1α : για το νερό ρυακιού, μικρού ποταμού κτλ. που καθώς κυλάει, παράγει έναν ελαφρό και ευχάριστο ήχο.
[λόγ. < αρχ. κελαρύζω]