Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καυλώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καυλώνω [kavlóno] Ρ1α μππ. καυλωμένος : (χυδ.) 1. έχω έντονη επιθυμία για συνουσία, διεγείρομαι σεξουαλικά. 2. (λαϊκ., μτφ.) α. επιθυμώ κτ. έντονα, συνήθ. ξαφνικά: Δε θα γυρνάμε μες στη βροχή επειδή σου καύλωσε να φας παγωτό. Ήρθε καυλωμένος για φασαρία. (έκφρ.) όποτε του καυλώσει, όποτε θέλει, συνήθ. για κτ. που γίνεται σπάνια: Έρχεται στο γραφείο όποτε του καυλώσει. β. ενθουσιάζομαι: Άμα δεις την καινούρια μου μηχανή θα καυλώσεις.

[μσν. καυλώνω < καυλ(ίον) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες