Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάψω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
κάψωνας, καψώνας ο,
βλ. καύσων.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καψώνω [kapsóno] Ρ1α : (λαϊκότρ.) ζεσταίνομαι πάρα πολύ.

[αρχ. καῦ σ(ος) -ώνω με ανομ. τρόπου άρθρ. [fs > ps] ]

[Λεξικό Κριαρά]
καψώνω.
  • Κάνω κάπ. να αισθανθεί ζέστη:
    • Τον ήλιο δεν αφήνασι ποτέ να με καψώσει (Ερωτόκρ. Δ´ 597).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = «καημένος»:
    • κοπέλα καψωμένη (Φορτουν. Β´ 392).

[<μτγν. καυσόω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες