Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαναλειτουργώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαναλειτουργώ [epanaliturγó] Ρ10.9α : θέτω εκ νέου σε λειτουργία: H έκθεση θα επαναλειτουργήσει μετά το Πάσχα.

[λόγ. επανα- λειτουργώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες