Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπλαρώνω [δiplaróno] Ρ1α μππ. διπλαρωμένος : 1. (μειωτ.) πλησιάζω κπ. και κάθομαι δίπλα του ή γενικότερα δημιουργώ ευκαιρίες επαφής μαζί του, για να πετύχω κτ. από αυτόν: Mε διπλάρωσε και δεν έλεγε να φύγει. Έμαθε πως είναι πλούσια και τη διπλάρωσε. 2. (ναυτ.) πλευρίζω.
[διπλάρ(ι) `δίμιτο ύφασμα΄ (< διπλ(ός) -άρι) -ώνω]