Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναψυχώνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναψυχώνω [anapsixóno] -ομαι Ρ1 : δίνω κουράγιο ή θάρρος σε κάποιον που το έχασε· εμψυχώνω, ενθαρρύνω: H ελπίδα μάς αναψύχωνε στις δύσκολες στιγμές. Aναψυχωμένοι από τ΄ αναπάντεχο καλό λησμονήσαμε την πρώτη αποτυχία.

[μσν. αναψυχώνω < αναψυχ(ώ) -ώνω < ανα- ψυ χ(ή) -ώ]

[Λεξικό Κριαρά]
αναψυχώνω· ανεψυχώνω.
  • I. Eνεργ.
    • 1) Ξαναδίνω σε κάπ. ζωή, ανασταίνω:
      • μετά άλλην σου γραφήν ιδέ αναψύχωσέ τον (Λίβ. Sc. 699).
    • 2) Συνεφέρω κάπ. από λιποθυμία:
      • μόλις αναψυχώνω τον μετά πολλής της βίας (Λίβ. Sc. 2682).
  • II. Mέσ.
    • 1) Aνασταίνομαι:
      • λέγε με πώς ανέζησεν και πώς ανεψυχώθην (Λίβ. Sc. 2494).
    • 2) Συνέρχομαι από λιποθυμία:
      • ήκουσε διά τον Λίβιστρον και ευθύς ανεψυχώθη (Λίβ. N 3081).

[<αναψυχώ (I). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναψυχώνω [anapsixóno] aor αναψύχωσα
  • ① reinvigorate, reanimate (syn αναζωογονώ):
    • poem αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου | ως να 'ταν όλο χαλκός το διάστημα (Sikel)
  • ② give courage to s.o. (syn αναθαρρύνω, εμψυχώνω, ant αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω):
    • poem κι ως αραγμένο ατάξιδο σε οκνά νερά καΐκι | αναψυχώνεται άξαφνα με τον ανασασμό (Sikel)

[fr MG αναψυχώνω ← MG αναψυχώ (-όω) (Kallimachos & Chrys.) ← PatrG (John Chrys.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες