Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναψοκοκκινίζω [anapsokokinízo] Ρ2.1α μππ. αναψοκοκκινισμένος : κοκκινίζω από έξαψη οργανική ή ψυχική, θυμό, ντροπή κτλ.: Aναψοκοκκίνησε από ντροπή. Kατέφτασε αναψοκοκκινισμένος κι αγριεμένος.
[αναψ- (ανάβω) -ο- + κοκκινίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναψοκοκκινίζω [anapsokocinízo] aor αναψοκοκκίνησα
- become red in the face fr heat or irritation (syn πυροκοκκινίζω):
- η γραμματικίνα από τον πόθο της αναψοκοκκίνισεν (Palam) |
- η εθελόντρια αναψοκοκκίνισε αντί να χλωμιάσει (Melas) |
- η Pήνη αναψοκοκκίνισε σαν κορασούδα (Vlami) |
- μη βρίσκοντας θαρρετή απάντηση, αναψοκοκκίνισε σαν παπαρούνα (Karkavitsas) |
- στη δεύτερη φοβέρα η θεια αναψοκοκκίνησε |
- poem τα δάχτυλα του ζυγιαστή χαμένα εσταμάτησαν, | τα χάρτινά του μάγουλα αναψοκοκκινίσαν (Solom)
[cpd of άναψη or aor άναψα (ανάψω) & κοκκινίζω]
- become red in the face fr heat or irritation (syn πυροκοκκινίζω):