Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναχωνεύω [anaxonévo] -ομαι Ρ5.1 : α.λιώνω μεταλλικό αντικείμενο μέσα σε μεταλλουργικό χωνί ή καμίνι: Aναχωνεύουν παλιά χρυσά νομίσματα, για να φτιάξουν κοσμήματα. β. επεξεργάζομαι πάλι και ανασυνθέτω κατά τρόπο δημιουργικό: H τέχνη του αναχωνεύει την παράδοση.
[λόγ.: α: ελνστ. ἀναχωνεύω· β: σημδ. γαλλ. refondre]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναχωνεύω.
-
- (Ξανα)λειώνω μέταλλο για να του δώσω νέα μορφή·
- (εδώ μεταφ.):
- μυστικώς τους προσιόντας αναχωνεύει και νεουργεί (ενν. ο δεσπότης), τῳ πυρί του πνεύματος χρώμενος (Ψευδο-Σφρ. 3169).
- (εδώ μεταφ.):
[μτγν. αναχωνεύω]
- (Ξανα)λειώνω μέταλλο για να του δώσω νέα μορφή·
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναχωνεύω [anaxonévo] ipf 3sg αναχώνευε, aor αναχώνευσε (subj αναχωνεύσω & αναχωνέψω), mediop αναχωνεύομαι, aor 3pl αναχωνεύθηκαν (subj 3sg αναχωνευθεί & αναχωνευτεί)
- ① make sth one's own, digest, assimilate:
- αναχωνεύει το υλικό |
- μερικοί αναχωνεύουν τα αιτήματα του καιρού των |
- αναχωνεύει παροιμίες και γνωμικά |
- το τραγούδι έχει τη δύναμη όλα να τ' αναχωνεύει |
- ο Πλωτίνος αναχωνεύει όλα τα ρεύματα της ελληνικής φιλοσοφίας (Theodorakop) |
- ο ρομαντισμός του Παλαμά αναχώνεψε το ρεαλισμό, το νατουραλισμό, αργότερα το συμβολισμό (Chourmouzios) |
- όλο το παρελθόν της ποίησής μας αναχωνεύεται δημιουργικά μέσα στη Σικελιανή μεγαλοστομία (Chatzinis)
- ② make like, absorb culturally, assimilate:
- το έθνος εξακολούθησε ν' αναχωνεύεται και μετά τη διείσδυση των τελευταίων ξένων στοιχείων (Vacalop) |
- οι Έλληνες στο Parenzo και στην Pola, έρχονται σε επιμιξίες και αναχωνεύονται με τους εντόπιους (id.)
[fr MG αναχωνεύω, cpd of ανα- & χωνεύω 'form by casting, to cast']
- ① make sth one's own, digest, assimilate: