Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναχωματίζω [anaxomatízo] Ρ2.1α : συσσωρεύω χώμα, για να καλύψω όρυγμα ή για να φτιάξω ανάχωμα.
[λόγ. < μσν. αναχωματίζω < αναχωματ- (ανάχωμα) -ίζω]