Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναχαράζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναχαράζω1 [anaxarázo] ipf 3sg αναχάραζε
  • Ⓐ trans
  • ① chew the cud, ruminate (syn αναμηρυκάζω, μηρυκάζω, αναμασώ 1):
    • ζώα αναχαράζουν |
    • το γελάδι αναχαράζει αναπαμένο |
    • κοπάδια ησυχάζουν αναχαράζοντας |
    • poem πέφτουν, σαν πύργοι που γκρεμίζουνται, στην ερημιά οι καμήλες | κι αναχαράζουν τα ξερόκλαρα, τα δόντια αγάλια αλέθουν (Kazantz Od 12.259)
  • ② fig ruminate, ponder, contemplate (syn αναμασώ 2, ξαναμασώ fig):
    • άρχισε ν' αναχαράζει επίμονα το ζήτημα |
    • κουνούνε το κεφάλι αναχαράζοντας τα παλαιά μεγαλεία (Petsalis) |
    • poem τι μάτι ακόμα εγώ δε σφάλιξα στα βλέφαρα από κάτω | από την ώρα που τα χέρια σου νεκρό το γιο μου έριξαν, | μον' όλο κλαίω και τα φαρμάκια μου τα μύρια ~ (Homer Il 24.639 Kaz-Kakr)
  • Ⓑ intr allude, hint (syn υπαινίσσομαι):
    • prov του φρόνιμ' αναχάραζε και του μουρλού μολόγα

[fr K, PatrG ἀναχαράσσω ← AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναχαράζω2 [anaxarázo]
  • break, be- coming (of dawn or day) (syn χαράζω):
    • είναι ακόμη οι πρώτες ώρες της αυγής που αναχαράζει (Gryparis)

[cpd of ανα- & syn χαράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες