Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναφύομαι [anafíome] Ρ9β (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) α. φυτρώνω, βλαστίζω πάλι. β. (μτφ., για ζητήματα, δυσχέρειες κτλ.) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, προκύπτω: Aναφύονται προβλήματα.
[λόγ.: α: αρχ. ἀναφύω, -ομαι· β: σημδ. γαλλ. surgir]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναφύομαι.
-
- Δημιουργούμαι, προβάλλω:
- ανεφύησαν σκάνδαλα (Έκθ. χρον. 289).
[αρχ. αναφύομαι]
- Δημιουργούμαι, προβάλλω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναφύομαι [anafíome] aor 3pl αναφύονταν (L)
- ① spring up:
- δύο ζευγάρια αντωπά παγώνια .. κι ανάμεσά τους υπάρχουν κάνθαροι απ' όπου αναφύονται κληματίδες (Bakirtzis)
- ② fig rise, arise:
- μικρά και μεγάλα προβλήματα αναφύονταν αλλεπάλληλα |
- τα δικαστήρια επιλύουν τις διαφορές που αναφύονται |
- στοιχεία των ποικίλων συλλογικών ενοτήτων που αναφύονται μέσα στο χρόνο (Tsatsos)
[fr K ἀναφύω (pap, 6th-7th c.) PatrG ← AG ἀναφύω]
- ① spring up: