Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναφτερουγίζω [anafterujízo] Ρ2.1α : 1.κινώ τα φτερά μου προσπαθώντας να πετάξω. 2. (μτφ.) σκιρτώ: Aναφτερούγισε η καρδιά μου.
[ελνστ. ἀναπτερυγίζω κατά την εξέλ. πτερυγίζω > φτερουγίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναφτερουγίζω.
-
- (Προκ. για πουλιά) ανοιγοκλείνω τα φτερά μου καθώς ετοιμάζομαι να πετάξω:
- (Eρωτόκρ. B´ 1620 κριτ. υπ).
[<μτγν. αναπτερυγίζω· πβ. αναπτερυγιάζω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Προκ. για πουλιά) ανοιγοκλείνω τα φτερά μου καθώς ετοιμάζομαι να πετάξω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναφτερουγίζω [anafteruyízo] aor 3pl αναφτερούγισαν = αναφτερακιάζω
- :
- όλες οι κουρνιασμένες μύγες αναφτερούγισαν με βουή (Grigoris)
[fr MG αναφτερουγίζω ← LK αναπτερυγίζω 'raise the wings and fly away' (1st-3rd c. AD)]