Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατέμνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανατέμνω [anatémno] -ομαι Ρ αόρ. ανέτμησα, απαρέμφ. ανατμήσει, παθ. αόρ. ανατμήθηκα, απαρέμφ. ανατμηθεί : 1.(σπάν.) χωρίζω μεθοδικά τα τμήματα του σώματος ανθρώπου ή ζώου με σκοπό την επιστημονική μελέτη. 2. (μτφ.) εξετάζω και περιγράφω κτ. με προσοχή, σε όλες του τις λεπτομέρειες και ιδίως σε βάθος: Συγγραφέας που ανατέμνει τα κοινωνικά γεγονότα / την ανθρώπινη ψυχή.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀνατέμνω· 2: σημδ. γαλλ. disséquer]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανατέμνω [anatémno] (L) aor 3sg ανέταμε (subj ανατάμω), pass ανατέμνεται, aor subj ανατμηθεί
  • ① dissect, cut up, anatomize:
    • η εκκλησία καταδίκαζε στον διά πυράς θάνατο όσους έπιανε επ' αυτοφώρω να ανατέμνουν ανθρώπινο σώμα (Floros) |
    • o ιερεύς ανατέμνει τα ζώα μέχρι και της τελευταίας λεπτομερείας του οργανισμού τους (Papatsonis)
  • ② fig examine minutely, dissect, anatomize, analyze:
    • έρευνα που ανατέμνει τα ιστορικά φαινόμενα |
    • η φιλοσοφία ανατέμνει όλα τα προβλήματα της ζωής |
    • ~ μια ιδέα, ένα ιδανικό |
    • τα έργα του Πιραντέλλο ανατέμνουν την ψυχή |
    • ο ελληνισμός .. ανέταμε μεθοδικά το επιστητό με το πνεύμα του (Theodorakop) |
    • ο Pενουβιέ .. αναλύει, ανατέμνει, κομματιάζει, ανασυνθέτει και αποκαταστένει (τον Oυγκώ) (Palam) |
    • o δραματικός ποιητής .. ξεγυμνώνει, ανατέμνει τους ανθρώπους, για να τους ιδεί και να τους δείξει (Papanoutsos) |
    • του ήταν αδύνατο να βγάλει έξω από τον εαυτό του το φαινόμενο της ζωής .. να το ανατάμει επιστημονικά (Kanellop) |
    • το θερμό μυστήριο που υπάρχει στη φιλία δεν ζυγίζεται ούτε ανατέμνεται (Stasinop)

[fr kath ανατέμνω ← K (pap 1st c.) ← AG ἀνατέμνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες