Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασυνοικίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασυνοικίζω [anasinikízo] -ομαι Ρ2.1 : ιδρύω οικισμό και κατοικώ σε μια περιοχή που αρχικά κατοικούνταν και ύστερα ερημώθηκε: Aνασυνοικίστηκαν τα νησιά μετά την πάταξη της πειρατείας.

[λόγ. ανα- συνοικίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασυνοικίζω [anasinicízo] aor subj ανασυνοικίσω, pass ανασυνοικίζεται, aor subj ανασυνοικιστεί (L)
  • re-colonize, re-settle:
    • θέλουν ν' ανασυνοικίσουν τα νησιά |
    • επί Bαγιαζίτ A΄, ανασυνοικίζεται η Λάρισα (Vacalop)

[fr kath ανασυνοικίζω, cpd of ἀνα- & K (also PatrG) συνοικίζω ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες