Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασυνδέω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασυνδέω [anasinδéo] -ομαι Ρ (βλ. συνδέω) : συνδέω κτ. εκ νέου. 1α. ενώνω πάλι δύο πράγματα που είχαν αποχωριστεί: ~ δύο καλώδια / τους κρίκους μιας αλυσίδας. β. βάζω ξανά σε λειτουργία κτ. ανασυνδέοντας το σχετικό αγωγό: ~ το ηλεκτρικό / τηλέφωνο. 2. (μτφ.) αναδημιουργώ: ~ τις σχέσεις / τη φιλία με κπ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνασυνδέω `δένω ξανά΄ σημδ. γαλλ. renouer]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασυνδέω [anasin∂éo] aor subj ανασυνδέσω, mediop ανασυνδέομαι, aor ανασυνδέθηκα (subj ανασυνδεθώ) (L)
  • rejoin, reconnect, reunite (syn επανασυνδέω, ξανασυνδέω):
    • το συνεργείο θα ανασυνδέσει τα καλώδια, τις σιδηροδρομικές γραμμές |
    • αμφιβάλλω ότι θα μπορέσουν να ανασυνδεθούν οι δυνάμεις μας· .. διεσπάσθη το μέτωπόν μας σε φοβερό βαθμό (Petsalis) |
    • ο Kορρέτζιο παριστάνει το αίσθημα που ανασυνδέει το άτομο με το σύμπαν (Kanellop) |
    • το πατριδολατρικό ιδανικό του Παλαμά .. ανασυνδέει τη νεοελληνική παράδοση με την αρχαία μ' ενδιάμεσο κρίκο τη βυζαντινή (Chourmouzios)
  • ⓐ fig ~ φιλία με κ. renew friendship with s.o., patch up

[fr kath (Koumanoudis) ανασυνδέω ← PatrG, cpd of ἀνα- & συνδέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες