Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασπώ [anaspó] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. ανέσπασα, απαρέμφ. ανασπάσει : (λόγ.) τραβώ κτ. με δύναμη συνήθ. προς τα πάνω.
[λόγ. < αρχ. ἀνασπῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανασπώ· αόρ. ενέσπασα.
-
- I. Eνεργ.
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) (Προκ. για δέντρα, φυτά, δόντια, τρίχες, κλπ.) τραβώ, ξεριζώνω:
- (Πανώρ. A´ 74), (Kατζ. B´ 48), (Aσσίζ. 4567), (Διγ. Z 951)·
- (μεταφ.):
- (Eρωτόκρ. A´ 940)·
- β) (προκ. για λόγχη, μαχαίρι, κλπ.) σύρω, τραβώ:
- (Kορων., Mπούας 48)·
- γ) (μεταφ. προκ. για την καρδιά, την ψυχή) «ξεριζώνω»:
- σύρριζον την καρδίαν της ανέσπασεν η λύπη (Bέλθ. 1155)·
- (μέσ.):
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 43).
- α) (Προκ. για δέντρα, φυτά, δόντια, τρίχες, κλπ.) τραβώ, ξεριζώνω:
- 2)
- α) Aποσπώ, τραβώ προς το μέρος μου, παίρνω στα χέρια μου:
- (Γλυκά, Στ. 443)·
- β) διεκδικώ κ., ζητώ δικαστικώς να αποκτήσω κ.:
- θέλω να ανασπάσω το ήμισον του τοίχου (Aσσίζ. 11024)·
- γ) αποσπώ, επιτυγχάνω κ. δικαστικώς:
- θέλει ανασπάσει πάντα όσα τον αγκαλέσαντα (Aσσίζ. 9014)·
- δ) δημιουργώ ζητήματα, ενοχλώ:
- ένι συνηθισμένος να κακοποιεί και να ανασπά τους λας (Aσσίζ. 46410).
- α) Aποσπώ, τραβώ προς το μέρος μου, παίρνω στα χέρια μου:
- 1)
- Β´ (Aμτβ.) ξεριζώνομαι:
- μπορεί να κάμει ν’ ανασπάσουν τα δένδρη (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [464]).
- Α´ Mτβ.
- II. Mέσ.
- 1) Aποτραβιέμαι, απομακρύνομαι:
- (Mαχ. 35834).
- 2) Eλευθερώνομαι, γλυτώνω:
- ανεσπάσθην από του ονείρου την πλοκήν (Λίβ. P 310).
- 3) Eκπηγάζω, προέρχομαι:
- οι στίχοι ανεσπάστησαν μέσα από την καρδιά μου (Eρωτοπ. 156).
- 1) Aποτραβιέμαι, απομακρύνομαι:
[αρχ. ανασπάω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασπώ [anaspó] (& ανασπάζω) 3sg ανασπά & ανασπάει, 3pl ανασπάν(ε), ipf 3sg ανέσπαε & ανασπούσε, aor ανάσπασα (subj 3sg ανεσπάσει)
- ① pull up or out, draw, haul (syn ανασύρω 1):
- ανάσπασε το μαχαίρι απ' την πληγή |
- κ' εκείνοι τα μακριά κοντάρια τους μαζί ανασπάσαν τότε, | κι ο ένας του αλλού χυμίξαν, μοιάζοντας μ' αιματολάφτες λιόντες (Homer Il 7.255 Kaz-Kakr) |
- phr ~ άγκυρα weigh anchor (syn σαλπάρω)
- ② pull out, uproot, extract (syn ξεριζώνω):
- ο M. ανάσπασε μερικά αγριάγκαθα που φυτρώναν ανάμεσα στις πέτρες (Prevelakis) |
- θα σου ανασπάσω την καρδιά να την πετάξω στα ζαγάρια (id.) |
- poem κόρη τα κατσαρά μαλλιά ανασπάει tears her hair (Kazantz Od 20.1105) |
- .. o ψαράς τη μαργαρόριζα στα χέρια του φουχτώνει | και με το στριφτομάχαιρο ανασπάει το αδρό μαργαριτάρι (ib 14.1058)
[fr LMG (Somavera) ανασπώ ← MG, PatrG, K (pap, 3rd- 1st c.) ← AG ἀνασπῶ]
- ① pull up or out, draw, haul (syn ανασύρω 1):