Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασπάζομαι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασπάζομαι [anaspázome] Ρ2.1β : (λογοτ.) ασπάζομαι.

[μσν. ανασπάζομαι < αν(α)- ασπάζομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
ανασπάζομαι.
  • Φιλώ:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [551]
    • (ενεργ.):
      • προϋπάντησεν το άγιον λείψανον και το ανέσπασεν γυμνοκέφαλος (Συναδ. φ. 77ν).

[<πρόθ. ανά + ασπάζομαι· πβ. και μτγν. ενασπάζομαι. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασπάζομαι [anaspázome] (& ανεσπάζομαι) ipf 3pl ανεσπαζόντανε, aor ανασπάστηκα (& ανεσπάστηκα) (subj ανασπαστώ)
  • give a kiss to, to kiss (syn φιλώ, L ασπάζομαι):
    • τον ~ στο μέτωπο |
    • ανασπάστηκε το εικόνισμα, τα πεθαμένα παλληκάρια |
    • θ' ανασπαστούνε τον Άγιο (i.e. την εικόνα του) και θα τον παρακαλέσουνε (Venezis) |
    • αν έπεφτε χάμου κανένα κομμάτι ψωμί, τ' ανεσπαζόντανε και το προσκυνούσανε κολλώντας το στο μέτωπό τους (Kontoglou) |
    • έβαζαν τις χούφτες τους στο χώμα, έσκυβαν κι ανασπάζονταν τη γη (Terzakis) |
    • folks. πικρό ήταν και το φίλημα, πικρός κι ο χωρισμός σου, | έσκυψα να σ' ανασπαστώ και πήρα τον καημό σου (DPetrop)

[fr MG ανασπάζομαι cpd of αν(α)- & MG ασπάζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες