Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανασκολοπίζω [anaskolopízo] -ομαι Ρ2.1 : δένω ή σουβλίζω κπ. σε πάσσαλο με σκοπό να τον θανατώσω.
[λόγ. < αρχ. ἀνασκολοπίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανασκολοπίζω.
-
- Θανατώνω κάπ. διαπερνώντας τον με πάσσαλο, παλουκώνω:
- (Δούκ. 1498‑9).
[αρχ. ανασκολοπίζω. H λ. και σήμ.]
- Θανατώνω κάπ. διαπερνώντας τον με πάσσαλο, παλουκώνω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανασκολοπίζω [anaskolopízo] ipf ανασκολόπιζα, aor ανασκολόπισα (subj ανασκολοπίσω), pass ανασκολοπίζομαι (subj ανασκολοπιστώ) (L)
- ① impale (syn ανασταυρώνω, D παλουκώνω,:
- ο δίκαιος θα μαστιγωθεί, θα ριχτεί στα μάγγανα .. θα ανασκολοπιστεί (Kakridis) |
- το βρίσκεις σωστό .. (οι χριστιανοί) να σταυρώνονται, ν' ανασκολοπίζονται κλ να υποφέρουν όσα ο δαίμονας .. σοφίζεται; (Panagiotop)
- ⓐ kill, ravage, destroy (syn θανατώνω, αφανίζω):
- οι πανούργοι ισχυροί ανασκολοπίζουν συχνότερα .. τους επικίνδυνους "λαοπλάνους" (Ploritis) |
- poem .. ο άλλος ιππέας ο νοητός που πάει | της φθοράς τον καιρό ν' ανασκολοπίσει (Elytis)
- ② fig handle roughly, maltreat (syn κακοποιώ):
- προσπαθώντας να είναι φυσικοί στη γλώσσα τους, .. κατάστρεφαν μεθοδικά τη γλώσσα .. ανασκολοπίζοντας τις λέξεις (Panagiotop) |
- ο ρεαλισμός ανασκολόπισε και ακρωτηρίασε τη ρομαντική ερωτική συνείδηση (id.)
[fr kath ανασκολοπίζω ← MG, PatrG ← K (also Hesych.) ἀνασκολοπίζω, this der fr phr ἀνά σκόλοπα (sc πήγνυμι)]
- ① impale (syn ανασταυρώνω, D παλουκώνω,: