Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρριπίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναρριπίζω [anaripízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ., για συναίσθημα ή συναισθηματική κατάσταση) αναζωογονώ: Ένας νέος άνεμος κοινωνικής αλλαγής αναρριπίζει τις ελπίδες μας. || αναμοχλεύω: ~ τα μίση / τις παλιές αντιθέσεις. Οι εφημερίδες αναρριπίζουν τα πολιτικά πάθη.

[λόγ. < αρχ. ἀναρ ριπίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρριπίζω [anaripízo] aor αναρρίπισα (subj αναρριπίσω), mediop αναρριπίζομαι, αναρριπίσθηκε (αναρριπισθεί) (L)
  • ① rekindle, fan:
    • αναρριπίζει τη φλόγα, τη φωτιά |
    • αισθάνομαι την ποίηση .. ν' αναρριπίζεται μέσα μου σαν τριανταφυλλένια φλόγα (Panagiotop) |
    • εδώ στον τόπο που έζησε η Σαπφώ θα καταλάβεις τη φλόγα που αναρριπίζεται μέσα στους στίχους της (Myriv, adapted) |
    • ο σκοπός τους ήταν ν' αναρριπίσουν τη φλόγα της εμπνεύσεως (Georgoulis)
  • ② fig kindle, excite, incite (syn αναζωπυρώνω, αναφλογίζω, διεγείρω):
    • ~ τα πάθη excite the passions |
    • ο ηγέτης αναρριπίζει και τον εθνικισμό των πολιτών |
    • ~ το ζήλο για τις κλασικές σπουδές |
    • ο κίτρινος τύπος αναρριπίζει την υστερία |
    • οι Eυρωπαίοι άναψαν μέσα σε λαούς κι αναρρίπισαν την εθνική συνείδηση (Kazantz) |
    • η εθνική αφύπνιση των κατοίκων αναρριπίζεται |
    • η θάλασσα αναρριπίζει νοσταλγίες φυγής (MGialourakis) |
    • poem απάντεχη χαρά αναρρίπισε το σπλάχνο του |
    • του εικάστη | μια λεύτερη πως γροίκηξε ψυχή να τον αντροκαλιέται (Kazantz Od 1.421) |
    • δε μου αναρρίπισε μία πίστη | ποτές σα φλόγα την ψυχή (Ouranis)

[fr kath (Koumanoudis) αναρριπίζω ← K, PatrG, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες