Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρίχνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναρίχνω [anaríxno] (sp. also αναρρίχνω) ipf ανάριχνα, aor ανάριξα, plupf είχε αναρίξει
  • ① throw or fling over:
    • ανάριξε το σακάκι του στις πλάτες του |
    • ανάριξέ μου το παλτό, το σάλι |
    • ανάριξε το μποξαδάκι της στους ώμους, στη ράχη |
    • η λεβεντογυναίκα ανάριξε τη μαντήλα της (Vlami) |
    • poem κι ο δοξαράς το σκούφο ανάριξε, το άγριο σημάδι δίνει (Kazantz Od 8.353) |
    • και βιαστικά πιο πέρα ανάριχνα της αρετής το μήλο (ib 16.1159)
  • ② bend (over):
    • γελάει αναρίχνοντας πίσω το κεφάλι του (Terzakis) |
    • poem κι όπως ανάριχνε το σώμα του και βάραε το τσεκούρι, | το ανάριχναν κι αυτοί (sc οι πίθηκοι) κλ (Kazantz ib 21.848)
  • ③ cast:
    • poem τους αναρίχνουν στα σκουτάρια τους κλ (ib 10.249) |
    • η νύχτα .. εμπήκε | σουρτή μες στις αυλές κι ανάριξε τον ήσκιο της στις πλάκες (ib 12.911) |
    • κι ανάριχνε το ξόρκι του κι αρμήνευε τον ήλιο (ib 22.1254)
  • ⓐ raise:
    • poem κι ανάριξε ο μονιάς χαρούμενη φωνή μέσα στα βράχια and the loner raised a joyous voice amid the rocks (ib 22.336)

[fr MG αναρρίπτω 'stir up' (6th c.) ← K ἀναρρίπτω 'throw out' (3rd c., pap) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες